Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014


Η Δημοκρατία είναι ένα ψευδές είδωλο – μία απλή επωδός και μία ψευδαίσθηση για τις κατώτερες τάξεις, τους οραματιστές και τους θνήσκοντες πολιτισμούς.
                                                    H.P. Lovecraft


Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Lovecraft
                                                                        Του Kerry Bolton
                                                                                        Mέρος Α

Για πολλούς από τους θαυμαστές του, τα πλέον τρομακτικά πράγματα που ο H. P. Lovecraft έγραψε δεν ήταν για τον Κθούλου, αλλά για την πολιτική. Αλλά, όπως ελπίζω να καταδείξω, οι πολιτικές πεποιθήσεις του άρχοντος του απειλητικού , παράλογου, μεταφυσικού τρόμου έχουν βαθιές ρίζες στην πραγματικότητα και την λογική. 
 Ο Lovecraft, όπως πολλοί από τους λογοτέχνες, οι οποίοι έγιναν Αριστεροί ή Δεξιοί στις αρχές του 20ου αιώνος, προβληματιζόταν με την επίδραση του καπιταλισμού και της τεχνολογίας στην κοινωνία και την κουλτούρα.  Ο οικονομικός υπεραπλουστευτισμός    του καπιταλισμού αντικατοπτριζόταν στον Μαρξισμό, αμφότεροι δε αποτελούσαν απορροές του αυτού σύγχρονου υλιστικού Zeitgeist.
Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνος, η εκτεταμένη δυσαρέσκεια έναντι του υλισμού οδήγησε  στην αναζήτηση μίας εναλλακτικής μορφής της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και εναλλακτικών δομών του σοσιαλισμού, που διακατείχαν τις ηγετικές μορφές του σοσιαλισμού, όπως ο Georges Sorel.  Αυτό που προέκυψε νωρίς τον 20ο αιώνα αποκαλείται συχνά «νεοσοσιαλισμός» και «σχεδιασμός», των οποίων οι πλέον εξέχοντες υπέρμαχοι ήταν ο Marcel Deat στην Γαλλία και ο Henri De Man στο Βέλγιο. Ο Νεοσοσιαλισμός με την σειρά του συνέβαλε στην άνοδο του φασισμού [1].
Οι Νεοσοσιαλιστές  πρωτίστως φοβούνταν ότι η υλική αφθονία και η πολυτέλεια που υποσχόταν ο σοσιαλισμός θα οδηγούσε σε παρακμή και σε κοινοτυπία, εκτός  εάν συνδεόταν με μία ιεραρχική οπτική της κουλτούρας και της εκπαιδεύσεως. 
Αυτό ήταν , για παράδειγμα, το σημείο εστιάσεως του έργου του Oscar Wilde «Η Ψυχή του Ανθρώπου υπό τον Σοσιαλισμό», στο οποίο φαντάζεται έναν ατομικιστικό σοσιαλισμό, που απελευθερώνει την ανθρωπότητα από την οικονομική αναγκαιότητα να επιδιώκει  την αυτενέργεια και τις ανώτερες πολιτισμικές και πνευματικές δραστηριότητες, ακόμα και εάν αποτελούνταν αυτές από τον ήρεμο στοχασμό επί του Κόσμου. [2]
Τέτοιες ανησυχίες δεν μπορούν να παραβλεφθούν ως θηλυπρεπής δανδισμός. Τις μοιραζόταν, παραδείγματος χάριν, ο φημισμένος πολιτικός των Εργατικών της Νέας Ζηλανδίας κατά την περίοδο της Υφέσεως John A. Lee, ένας μονόχειρας ήρωας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον προσπάθησε να πιέσει την κυβέρνηση των Εργατικών κατά το 1935, ώστε να τηρήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της σχετικά με τις τραπεζικές και τις κρατικές πιστώσεις [3]. Σύμφωνα με τον Lee:
 «Ο Joe Savage . . . βλέπει τον σοσιαλισμό ως μία στοίβα αγαθών δικαίως και ισοτίμως μοιρασμένων και ως εργασία ισοτίμως κατανεμημένη. Είμαι βέβαιος ότι δεν τον βλέπει ως ευκαιρία να παίξει ποδόσφαιρο, να μαυρίσει στην παραλία, να χορέψει  fox trot, να ξαπλώσει κάτω από τα δέντρα, να απολαύσει την μέθη της ποιήσεως, το άρωμα των λουλουδιών, την χαρά μίας νουβέλας, τoν ενθουσιασμό της μουσικής.» [4]
Ο Lee οραματιζόταν μία μορφή σοσιαλισμού, ο οποίος δεν στόχευε πρωτίστως σε «στοίβες αγαθών και σε εργασία  ισοτίμως κατανεμημένη» ως αυτοσκοπό, αλλά ως μέσα επιτεύξεως ανωτέρων επιπέδων υπάρξεως. 
Αυτές τις νεοσοσιαλιστικές ανησυχίες μοιράζονταν επίσης οι Φασίστες και οι Εθνικοσοσιαλιστές.  Ο αγώνας εναντίον των εξουθενωτικών  και  ισοπεδωτικών επιδράσεων του πλούτου και της πολυτέλειας και η διαμόρφωση του χαρακτήρα και των προτιμήσεων των μαζών αποτελούσαν τον στόχο του Dopolavoro στην  Φασιστική Ιταλία και του Kraft Durch Freude στην Εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, όσο ανησυχητική και εάν είναι η σκέψη αυτή στους σοσιαλιστές της Αριστεράς.
Όσο απίθανο και εάν φαντάζει το ενδεχόμενο να υπήρξε ο Lovecraft γνώστης αυτής της ιδεολογικής δίνης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού, κατέληξε σε παρόμοια συμπεράσματα επί μερικών καίριων θεμάτων.
Ο Lovecraft, όπως άλλοι συγγραφείς που απέρριπταν τον Μαρξισμό [5], έκριναν τόσο την δημοκρατία όσο και τον κομμουνισμό  ως «σφάλματα για τον Δυτικό Πολιτισμό»[6]. Αντιθέτως, ο Lovecraft προτιμούσε:
«…ένα είδος φασισμού το οποίο ενδεχομένως, ενώ βοηθά τις επικίνδυνες μάζες είς βάρος των άχρηστων πλουσίων, διατηρεί τα βασικά στοιχεία του παραδοσιακού πολιτισμού και αφήνει την πολιτική εξουσία στα χέρια μίας μικρής και καλλιεργημένης (αν και όχι υπερβολικά πλούσιας) κυβερνητικής τάξεως, σε μεγάλο ποσοστό κληρονομικής, αλλά και υποκείμενης σε σταδιακή αύξηση, καθώς άλλα άτομα καταφέρνουν να φθάσουν στο μορφωτικό επίπεδό της.»[7]
O Lovecraft φοβόταν ότι ο σοσιαλισμός, όπως ο καπιταλισμός, θα άνοιγε τον δρόμο στην παγκόσμια προλεταριοποίηση και στην συνεπακόλουθη κατάπτωση του πολιτισμού. Έτσι αντί αυτής πρότεινε την πλήρη απασχόληση και την μείωση του ωραρίου μέσω της μηχανοποιήσεως υπό την πολιτιστική καθοδήγηση ενός αριστοκρατικού σοσιαλιστικού-φασιστικού καθεστώτος.
Αυτή πάλι ίσως ήταν μία οξυδερκής διαίσθηση, η οποία αναπτύχθηκε στον  Lovecraft ανεξάρτητη, αλλά σε μεγάλο βαθμό αποτελούσε μέρος μίας νέας οικονομικής σκέψεως της εποχής. Στην Αγγλία η φαβιανή-σοσιαλιστική επιθεώρηση «Η Νέα Εποχή»  (The New Age) , την οποίαν εξέδιδε ο συντεχνιακός σοσιαλιστής A. R. Orage, απετέλεσε χώρο συζητήσεως επί της θεωρίας της «Κοινωνικής Πιστώσεως» του στρατηγού C. H. Douglas, την οποίαν πρότεινε ως εναλλακτική στο χρηματοπιστωτικό σύστημα , με την χορήγηση μία «κοινωνικής πιστώσεως» σε όλους τους πολίτες μέσω ενός «Εθνικού Μερίσματος», επιτρέποντας στην πλήρη αξία του προϊόντος να καταναλωθεί. Αποσκοπούσαν, επίσης, την προαγωγή της μηχανοποιήσεως,  προκειμένου να μειωθούν οι ώρες εργασίας και να αυξηθεί o ελεύθερος  χρόνος, τον οποίον θεωρούσαν ότι θα συνέβαλε στην άνθηση του πολιτισμού. (Οι ιδέες αυτές ανανέωσαν την αξία τους, καθώς το οκτάωρο, που το κέρδισε με πολύν αγώνα το πρώιμο εργατικό κίνημα, συρρικνώνεται.)
Τόσο ο Ezra Pound όσο και ο Νεοζηλανδός ποιητής Rex Fairburn υποστήριζαν την θεωρία της Κοινωνικής Πιστώσεως, διότι έκριναν ότι αποτελούσε το καλύτερο οικονομικό σύστημα για τις τέχνες και τον πολιτισμό.
Τον Lovecraft απασχολούσε η εξάλειψη των αιτιών μίας κοινωνικής επαναστάσεως και υιοθέτησε τον περιορισμό της ταχείας αυξήσεως του πλούτου, ενώ ταυτοχρόνως αναγνώριζε την ανάγκη της διατηρήσεως των μισθολογικών διαφορών βασισμένων στην αρετή. Σκοπός του ήταν η εξάλειψη των «οικονομικών ολιγαρχών»[8], κάτι που ήταν πρακτικά και σκοπός της Κοινωνικής Πιστώσεως των νεοσοσιαλιστών.
Ενώ θεωρούσε ως τον πρωταρχικό στόχο ενός έθνους την ανάπτυξη υψηλών αισθητικών και πνευματικών κριτηρίων, ο Lovecraft αναγνώριζε ότι μία τέτοια κοινωνία πρέπει να βασίζεται στην παραδοσιακή κοινωνική οργάνωση της «τάξεως, του θάρρους και της αντοχής», ο ορισμός που έδιδε στον πολιτισμό ως ένας κοινωνικός οργανισμός αφοσιωμένος σε «έναν υψηλό ποιοτικό σκοπό» επιβληθείς από το προαναφερθέν έθος.
Ο Lovecraft θεωρούσε ότι η πλέον αρμόζουσα ιεραρχική κοινωνική τάξη στις πρακτικές ανάγκες της νέας μηχανοποιημένης εποχής ήταν η  «φασιστική». Το «κίνητρο της ζήτησης-προσφοράς» θα αντικαθιστούσε το κίνητρο του κέρδους σε μία κρατικά ελεγχόμενη οικονομία, η οποία θα μείωνε τις εργάσιμες ώρες  και θα αύξαινε τις ώρες του ελεύθερου χρόνου.  Ο πολίτης τότε θα μπορούσε να ανεβάσει το πνευματικό και το πολιτιστικό επίπεδό του μέχρι του σημείου που οι έμφυτες ικανότητές του το επέτρεπαν, ούτως, «ώστε  ο ελεύθερος χρόνος του θα είναι αυτός ενός πολιτισμένου ανθρώπου παρά ενός θαμώνα του κινηματογράφου, των αιθουσών χορού και των οκνηρών βλακών των μπιλιάρδων.
Ο Lovecraft δεν αντιμετώπιζε το γενικό δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες  ως κάτι σοφό. Υιοθετούσε έναν τύπο νέο-αριστοκρατίας ή αξιοκρατίας, ψηφίζοντας υπέρ της διατηρήσεως των δημοσίων αξιωμάτων ως «εξαιρετικά περιορισμένων». Ένας τεχνολογικός, εξειδικευμένος πολιτισμός είχε καταστήσει το γενικό δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες  « παρωδία και αστείο».  Έγραφε ότι «Οι άνθρωποι εν γένει δεν έχουν οξύνοια να χειρίζονται έναν τεχνολογικό πολιτισμό αποτελεσματικά.» Ο Lovecraft  θεωρούσε αληθή αυτήν  την  αντιδημοκρατική αρχή, ανεξαρτήτως της κοινωνικής ή της οικονομικής  θέσεως κάποιου, είτε είναι υπηρέτης είτε ακαδημαϊκός.